- ἐπιστροφεύς
- ἐπιστροφεύςturning on a pivotmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιστροφῆς — ἐπιστροφεύς turning on a pivot masc nom pl ἐπιστροφεύς turning on a pivot masc nom/voc pl ἐπιστροφή turning about fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστροφέας — ο (Α ἐπιστροφεύς) ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος, ο άτλας μσν. αυτός που ξαναφέρνει στην ορθή πίστη όσους απομακρύνθηκαν αρχ. μσν. αυτός που αναγκάζει κάποιον να επιστρέψει, να αλλάξει πορεία … Dictionary of Greek
ἐπιστροφῇ — ἐπιστροφῆι , ἐπιστροφεύς turning on a pivot masc dat sg (epic ionic) ἐπιστροφή turning about fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)